- μπακαλική
- η1. το επάγγελμα τού μπακάλη2. φρ. «είδη μπακαλικής» — τα προϊόντα και ιδίως τα τρόφιμα που πωλούνται στα μπακάλικα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μπακαλικός / < μπακάλης)].
Dictionary of Greek. 2013.